- εὐφροσύναις
- εὐφρόσυνοςcheeryfem dat plεὐφροσύνηmirthfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐφροσύναις — Εὐφροσύνη mirth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυφροσύναις — εὐφροσύνη mirth fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστέφανος — η, ο (Α καλλιστέφανος, ον) αυτός που φορά ωραίο στεφάνι («τὸν παρὰ καλλιστεφάνοις εὐφροσύναις δαίμονα», Ευρ.) αρχ. φρ. «καλλιστέφανος ἐλαία» (στην Ολυμπία) άγρια ελιά από την οποία λαμβάνονταν τα στεφάνια τών νικητών («ἐν τῳ Πανθείῳ ἐστὶν ἐλαία,… … Dictionary of Greek